αγγίνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγίνιο < ίσως από το "άνευ εγκαινίων" η "άνευ αγγίγματος, άγγικτο, νέο"
Επίθετο[επεξεργασία]
αγγίνιο
- καινούριο, που δεν έχει αγγίξει κάποιος, που χρησιμοποιείται για πρώτη φορά