αγγειογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
αγγειογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο ζωγράφος που διακοσμεί την επιφάνεια ενός αγγείου με παραστάσεις ανθρώπων ή ζώων ή αφηρημένα σχήματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγειογράφος
|
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
αγγειογράφος αρσενικό
- (ιατρική) μηχάνημα που κάνει τις αγγειογραφίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγειογράφος
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα αγγειο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)