αγγειοσπαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγειοσπαστικός < αγγειόσπασμος + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αγγειοσπαστικός
- που έχει σχέση με τον αγγειόσπασμο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αγγειόσπασμος
- → δείτε τις λέξεις αγγείο και σπάω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγειοσπαστικός