αγγειώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγειώδης η αγγειώδης το αγγειώδες
      γενική του αγγειώδους της αγγειώδους του αγγειώδους
    αιτιατική τον αγγειώδη την αγγειώδη το αγγειώδες
     κλητική αγγειώδη(ς) αγγειώδης αγγειώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγειώδεις οι αγγειώδεις τα αγγειώδη
      γενική των αγγειωδών των αγγειωδών των αγγειωδών
    αιτιατική τους αγγειώδεις τις αγγειώδεις τα αγγειώδη
     κλητική αγγειώδεις αγγειώδεις αγγειώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγγειώδης < αγγείο

Επίθετο[επεξεργασία]

αγγειώδης, -ης, -ες

  1. (βιολογία), (φυσική): αυτός που έχει μορφή αγγείου
    αγγειώδης κύλινδρος, αγγειώδης δέσμη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]