αγγιδιώτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγιδιώτικος < Αγγιδιώτ(ης) + -ικος
Επίθετο[επεξεργασία]
αγγιδιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με το χωριό Αγγίδια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγιδιώτικος
|