αγγιχτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγιχτικός < αγγιχτός
Επίθετο[επεξεργασία]
αγγιχτικός, -ή, -ό
- πειραχτικός, ενοχλητικός
- [{κτεπε}} προσβλητικός, υβριστικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγιχτικός
|