αγειτόνευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγειτόνευτος < α- + γειτονεύω + -τος < αρχαία ελληνική γειτονεύω < γείτων (πβ. αρχαία ελληνική ἀγείτων)
Επίθετο[επεξεργασία]
αγειτόνευτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγειτόνευτος