αγεωμέτρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγεωμέτρητος < αρχαία ελληνική ἀγεωμέτρητος
Επίθετο[επεξεργασία]
αγεωμέτρητος -η -ο
- που δεν έχει γνώσεις γεωμετρίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγεωμέτρητος