αγιοβιογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγιοβιογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (σπάνιο) ο βιογράφος ενός αγίου
- ※ Δεκαοχτώ ετών τότε ο νυν αγιοβιογράφος, είχε γίνει αυτόπτης μάρτυς του τέλους του «αγίου», που τον είχαν λιντσάρει οι μέχρι προ ολίγου (και επί σειρά ετών) πιστοί του, και αυτήκοος μάρτυρας της προθανάτιας εξομολόγησής του. (εφ. Καθημερινή, 9/12/2003)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγιοβιογράφος
|