αγκυλωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αγκυλωτά < αγκυλωτός
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αγκυλωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αγκυλωτό