αγκυροβόληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγκυροβόληση | οι | αγκυροβολήσεις |
γενική | της | αγκυροβόλησης* | των | αγκυροβολήσεων |
αιτιατική | την | αγκυροβόληση | τις | αγκυροβολήσεις |
κλητική | αγκυροβόληση | αγκυροβολήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγκυροβολήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκυροβόληση < (μαρτυρείται από το 1854) αγκυροβολώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγκυροβόληση θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγκυροβόληση
→ δείτε τη λέξη αγκυροβολία |