αγουροξύπνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγουροξύπνητος < αγουροξυπνώ + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αγουροξύπνητος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αγουροξυπνώ, άγουρος, ώρα, ξυπνώ και ύπνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγουροξύπνητος
|