αγρέλλιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κυπριακά (el-cyp)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγρέλλιν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγρέλλιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγρέλλιν ουδέτερο
- (κυπριακά) το σπαράγγι, Αsparagus officinalis
- ↪ εσύναξα αγρέλια
Πηγές[επεξεργασία]
- αγρέλλιν - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»