αγριμολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγριμολόγος αρσενικό
- ο κυνηγός των αγριμιών, ο αγριμοκυνηγός
- -Ποιος είν’ ο νιος ο κυνηγός, ο νιος αγριμολόγος, // που δε φοβάται το θεριό και δε τρομάσσει δράκο; (από κρητικό ριζίτικο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγριμολόγος
|