αγροτοκτηνοτροφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγροτοκτηνοτροφικός < αγροτοκτηνοτρόφ(ος) + -ικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣɾo.to.kti.no.tɾo.fiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρο‐το‐κτη‐νο‐τρο‐φι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]αγροτοκτηνοτροφικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία ή αναφέρεται σ’ αυτές
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγροτοκτηνοτροφικός
|