αγχέμαχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγχέμαχος < αρχαία ελληνική ἀγχέμαχος
Επίθετο[επεξεργασία]
αγχέμαχος -η -ο
- το ξίφος είναι αγχέμαχο όπλο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγχέμαχος
|