αγωνιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγωνιστικός < αρχαία ελληνική ἀγωνιστικός < ἀγωνιστής
Επίθετο
[επεξεργασία]αγωνιστικός, -ή, ό
- που χρησιμοποιείται σε αγώνες
- αγωνιστικό αυτοκίνητο
- που έχει έφεση στο να αγωνίζεται
- αγωνιστικό πνεύμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αγωνίζομαι και αγώνας