αδάμαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδάμαστος < αρχαία ελληνική ἀδάμαστος < ἀ- στερητικό + δαμάζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αδάμαστος, -η, -ο
- που δεν μπορείς να τον δαμάσεις
- αδάμαστη θέληση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδάμαστος