αδέσμευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδέσμευτος < ελληνιστική κοινή ἀδέσμευτος
Επίθετο
[επεξεργασία]αδέσμευτος, -η, -ο
- που δεν έχει καμία δέσμευση, που δεν είναι δεσμευμένος
- (ειδικότερα) που δεν είναι ούτε παντρεμένος ούτε αρραβωνιασμένος ούτε έχει κάποιο ερωτικό δεσμό
- (παρωχημένο) (πολιτική) για χώρες που δεν ανήκαν ούτε στο ΝΑΤΟ ούτε στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδέσμευτος