αδαμαντουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδαμαντουργία < αδαμαντουργός + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδαμαντουργία θηλυκό
- η τέχνη του αδαμαντουργού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδαμαντουργία
|