αδειούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδειούχος < άδει(α) + -ούχος (< έχω)
- και (ουσιαστικοποιημένο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ðiˈu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δει‐ού‐χος
Επίθετο[επεξεργασία]
αδειούχος -ος/-α -ο
- που απουσιάζει από την εργασία του ή την υπηρεσία του έχοντας πάρει άδεια
- που έχει άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδειούχος αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι αδειούχος
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ούχος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)