αδερφοποιτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδερφοποιτός αρσενικό
- μορφή του αδελφοποιτός, με τροπή του lf (λφ) σε rf (ρφ)[1]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αδερφοποιτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας