αδερφούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αδερφούλι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδερφούλα οι αδερφούλες
      γενική της αδερφούλας
    αιτιατική την αδερφούλα τις αδερφούλες
     κλητική αδερφούλα αδερφούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αδερφούλα < αδερφ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ðeɾˈfu.la/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αδερφούλα θηλυκό

  1. μικρή αδερφή
  2. χαϊδευτικό του αδερφή

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αδελφή