αδιάλλακτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδιάλλακτα < αδιάλλακτος
Επίρρημα
[επεξεργασία]αδιάλλακτα
- χωρίς καμία πρόθεση υποχώρησης ή συμβιβασμού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδιάλλακτα
|