αδιάσπαστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιάσπαστα < αδιάσπαστος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αδιάσπαστα
- με αδιάσπαστο τρόπο
- ζωή και θάνατος είναι αδιάσπαστα ενωμένα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιάσπαστα
|