αδιαίρετο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αδιαίρετο | τα | αδιαίρετα |
γενική | του | αδιαίρετου & αδιαιρέτου |
των | αδιαίρετων & αδιαιρέτων |
αιτιατική | το | αδιαίρετο | τα | αδιαίρετα |
κλητική | αδιαίρετο | αδιαίρετα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιαίρετο < ουδέτερο του αδιαίρετος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδιαίρετο ουδέτερο
- (λόγιο) το να είναι κάποιος (ή κάτι) αδιαίρετος
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διαιρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιαίρετο
πολυλεκτικός όρος