αδιαμοίραστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αδιαμοίραστα < αδιαμοίραστος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αδιαμοίραστα

  1. χωρίς να έχει γίνει μοιρασιά
  2. χωρίς να μπορεί να γίνει μοιρασιά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]