αδιαφανής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αδιαφανής | η | αδιαφανής | το | αδιαφανές |
γενική | του | αδιαφανούς* | της | αδιαφανούς | του | αδιαφανούς |
αιτιατική | τον | αδιαφανή | την | αδιαφανή | το | αδιαφανές |
κλητική | αδιαφανή(ς) | αδιαφανής | αδιαφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αδιαφανείς | οι | αδιαφανείς | τα | αδιαφανή |
γενική | των | αδιαφανών | των | αδιαφανών | των | αδιαφανών |
αιτιατική | τους | αδιαφανείς | τις | αδιαφανείς | τα | αδιαφανή |
κλητική | αδιαφανείς | αδιαφανείς | αδιαφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιαφανής, -ής, -ές
- που δεν επιτρέπει να τον διαπεράσει το φως
- αδιαφανές τζάμι
- που δεν είναι ανοιχτός σε όλους και έτσι δημιουργεί υποψίες ότι συγκαλύπτει κάποια παρανομία
- αδιαφανείς διαδικασίες
- (πληροφορική) opaque: συσκευή (hardware) ή λογισμικό (software) που δεν δίνει πληροφορίες, ούτε επιτρέπει κάποια πρόσβαση και έλεγχο, στον τρόπο λειτουργίας του