αδικαίωτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδικαίωτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αδικαίωτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδικαίωτο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδικαίωτο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αδικαίωτο ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αδικαίωτος