αδρομέρεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδρομέρεια οι αδρομέρειες
      γενική της αδρομέρειας των αδρομερειών
    αιτιατική την αδρομέρεια τις αδρομέρειες
     κλητική αδρομέρεια αδρομέρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδρομέρεια < αδρομερής + -εια < (ελληνιστική κοινή) ἁδρομερής < ἁδρός + μέρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αδρομέρεια θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]