αδρόνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αδρόνιο | τα | αδρόνια |
γενική | του | αδρόνιου & αδρονίου |
των | αδρόνιων & αδρονίων |
αιτιατική | το | αδρόνιο | τα | αδρόνια |
κλητική | αδρόνιο | αδρόνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδρόνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hadron + -ιο < αρχαία ελληνική ἁδρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδρόνιο ουδέτερο
- στοιχειώδες σωματίδιο που μετέχει στις ισχυρές αλληλεπιδράσεις σε αντίθεση με το λεπτόνιο, φυσικό σωματίδιο συγκροτούμενο από κουάρκ και γλοιόνια, τα μεσόνια και τα βαρυόνια είναι αδρόνια
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αδρόνιο στη Βικιπαίδεια
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στοιχειώδη σωματίδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)