αδυνατισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδυνατισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αδυνατίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ði.na.tiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δυ‐να‐τι‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
αδυνατισμένος -η -ο
- που έχει αδυνατίσει, έχει χάσει σωματικό βάρος
- που έχει υποστεί μείωση της δύναμής του, της ισχύος του ή της έντασής του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδυνατισμένος
|