αειπάρθενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Η αειπαρθενος ΑΝΝΑ. Ευλογισον
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αειπάρθενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀειπάρθενος. Για την Παναγία, από την ελληνιστική εποχή. Αναλύεται σε αει- (ἀεί) + παρθένος.[1]
Επίθετο[επεξεργασία]
αειπάρθενος, -ος, ον
- (θρησκεία, χριστιανισμός) προσωνυμία της Παναγίας
- η αειπάρθενος Μαρία, Θεοτόκε αειπάρθενε
- (σπάνιο) χαρακτηρισμός του αριθμού επτά (7) κατά τους Πυθαρόγειους που, επειδή είναι ο μόνος αριθμός της πρώτης δεκάδας που δεν προκύπτει ως πολλαπλάσιο και, ταυτόχρονα, ούτε διαιρείται με άλλους αριθμούς,[2] θεωρείται ιερός, ότι εκφράζει την ουσία του υπέρτατου όντος και της κοσμικής δομής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αειπάρθενος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αειπάρθενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Βλ. ἀειπάρθενος στο lsj.gr.
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αει- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)