αερασθένεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αερασθένεια θηλυκό
- (αεροπορικός όρος), (ιατρική): παλαιότερη ονομασία της αεροναυτίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αερασθένεια
|