αερισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αερισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αερίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]αερισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αερίζω
αερισμένος, -η, -ο