αεροματσάκονο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροματσάκονο < (αέρας) αερο- + ματσακόν(ι) + -ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροματσάκονο ουδέτερο, πληθυντικός αεροματσάκονα
- (ναυτικός όρος) επαναληπτικό κρουστικό εργαλείο η άκρη του οποίου καταλήγει σε ματσακόνι που λειτουργεί με παροχή αέρα από αεροσυμπιεστή (κομπρεσέρ)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροματσάκονο
|