αεροπλανοφόρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αεροπλανοφόρο < αεροπλάν(ο) + -ο- + -φόρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική aircraft carrier)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αεροπλανοφόρο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) ειδικό πολεμικό πλοίο που μεταφέρει αεροπλάνα φέροντας κατάστρωμα πτήσεων για προσγείωση και απογείωση αεροσκαφών
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αεροπλανοφόρο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)