αεροπλανοφόρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεροπλανοφόρο τα αεροπλανοφόρα
      γενική του αεροπλανοφόρου των αεροπλανοφόρων
    αιτιατική το αεροπλανοφόρο τα αεροπλανοφόρα
     κλητική αεροπλανοφόρο αεροπλανοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα αεροπλανοφόρο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αεροπλανοφόρο < αεροπλάν(ο) + -ο- + -φόρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική aircraft carrier)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.e.ɾo.pla.noˈfo.ɾo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αεροπλανοφόρο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]