αεροφάρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.e.ɾoˈfa.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐φά‐ρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αεροφάρος αρσενικό
- (αεροπορικός όρος) φάρος που εξυπηρετεί την αεροπλοΐα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αεροφάρος
|