αερόγαμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αερόγαμος, -η, -ο
- (βοτανική) του οποίου ο πολλαπλασιασμός γίνεται χάρη στον άνεμο ο οποίος μεταφέρει την γύρη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αερόγαμος
|