αζευγάρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αζευγάρωτος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που δεν έχει (ή δεν μπορεί να) ζευγαρώσει
- ≈ συνώνυμα: άγαμος, άζευχτος
- ≠ αντώνυμα: ζευγαρωμένος
- που δεν (μπορεί να) αποτελεί ζευγάρι με κάποιο(ν) άλλο(ν)
- που δεν έχει (ή δεν μπορεί) να οργωθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αταίριαστος
ανόργωτος