αζωτοδέσμευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αζωτοδέσμευση | οι | αζωτοδεσμεύσεις |
γενική | της | αζωτοδέσμευσης* | των | αζωτοδεσμεύσεων |
αιτιατική | την | αζωτοδέσμευση | τις | αζωτοδεσμεύσεις |
κλητική | αζωτοδέσμευση | αζωτοδεσμεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αζωτοδεσμεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αζωτοδέσμευση θηλυκό
- (βιοχημεία) η δέσμευση του ατμοσφαιρικού αζώτου από μικροοργανισμούς στο έδαφος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- nitrogen fixation στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αζωτοδέσμευση