αθεοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αθεοσύνη | οι | αθεοσύνες |
γενική | της | αθεοσύνης | των | αθεοσυνών |
αιτιατική | την | αθεοσύνη | τις | αθεοσύνες |
κλητική | αθεοσύνη | αθεοσύνες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αθεοσύνη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.θe.oˈsi.ni/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αθεοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αθεοσύνη
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά, Νέα έκδοση συμπληρωμένη από τα κατάλοιπα του συγγραφέα· πρόλογος: Αλκηστις Σουλογιάννη· εισαγωγή: Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1989), σ. 47.