αθηνοκεντρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.θi.no.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θη‐νο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]αθηνοκεντρικός, -ή, -ό
- που θεωρεί ως κέντρο του την πρωτεύουσα Αθήνα, παραγνωρίζοντας άλλες πόλεις και περιοχές
- σπανιότερη μορφή: αθηναιοκεντρικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αθηνοκεντρικός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)