αθηρωμάτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αθηρωμάτωση | οι | αθηρωματώσεις |
γενική | της | αθηρωμάτωσης* | των | αθηρωματώσεων |
αιτιατική | την | αθηρωμάτωση | τις | αθηρωματώσεις |
κλητική | αθηρωμάτωση | αθηρωματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αθηρωματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αθηρωμάτωση < ελληνιστική ἀθύρωμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αθηρωμάτωση θηλυκό
- (ιατρική) η εναπόθεση αθηρώματος στο εσωτερικό τοίχωμα των αρτηριών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αθηρωμάτωση