αθρόα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αθρόα < αθρόος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αθρόα
Επίρρημα[επεξεργασία]
αθρόα
- σε μεγάλες ποσότητες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αθρόα