αθόρυβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αθόρυβα < αθόρυβος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αθόρυβα
- χωρίς να ακούγεται κανένας ήχος
- (μεταφορικά) στο παρασκήνιο, χωρίς να θέλει κάποιος να τραβήξει την προσοχή των άλλων, κυρίως από σεμνότητα
- εργάζεται τόσο χρόνια παραγωγικά και αθόρυβα και μόλις τώρα αναγνωρίστηκε η προσφορά του