αιμοεπαγρύπνηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιμοεπαγρύπνηση | οι | αιμοεπαγρυπνήσεις |
γενική | της | αιμοεπαγρύπνησης | των | αιμοεπαγρυπνήσεων |
αιτιατική | την | αιμοεπαγρύπνηση | τις | αιμοεπαγρυπνήσεις |
κλητική | αιμοεπαγρύπνηση | αιμοεπαγρυπνήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιμοεπαγρύπνηση (νεολογισμός) < αιμο- + επαγρύπνηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιμοεπαγρύπνηση θηλυκό
- (ιατρική) η διαδικασία ελέγχου της επάρκειας και της ποιότητας του αίματος για μεταγγίσεις όπου χρειάζεται
- ※ Το Συντονιστικό Κέντρο Αιμοεπαγρύπνησης (ΣΚΑΕ) ιδρύθηκε από το Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων ως αρμόδιο όργανο για την ανάπτυξη συστήματος αιμοεπαγρύπνησης σε όλα τα στάδιο της αλυσίδας αιμοδοσία – μετάγγιση. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιμοεπαγρύπνηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αιμο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)