αιμομίκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιμομίκτης < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική αἱμομίκτης < (αἱμομιξία) αιμομικ- + -τής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.moˈmi.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μο‐μί‐κτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιμομίκτης και αιμομίχτης αρσενικό (θηλυκό αιμομίκτρια) και αιμομίχτρια
- αυτός που διαπράττει αιμομιξία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιμομίκτης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)