αιμοσταγής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αιμοσταγής | η | αιμοσταγής | το | αιμοσταγές |
γενική | του | αιμοσταγούς* | της | αιμοσταγούς | του | αιμοσταγούς |
αιτιατική | τον | αιμοσταγή | την | αιμοσταγή | το | αιμοσταγές |
κλητική | αιμοσταγή(ς) | αιμοσταγής | αιμοσταγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αιμοσταγείς | οι | αιμοσταγείς | τα | αιμοσταγή |
γενική | των | αιμοσταγών | των | αιμοσταγών | των | αιμοσταγών |
αιτιατική | τους | αιμοσταγείς | τις | αιμοσταγείς | τα | αιμοσταγή |
κλητική | αιμοσταγείς | αιμοσταγείς | αιμοσταγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιμοσταγής < αρχαία ελληνική αἱμοσταγής < αἷμα + -σταγής < στάζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.mo.staˈʝis/ αρσενικό ή θηλυκό
- ΔΦΑ : /e.mo.staˈʝes/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
αιμοσταγής, -ής, -ές
- (κυριολεκτικά) που στάζει αίμα
- (μεταφορικά) που έχει βίαιη κι απάνθρωπη συμπεριφορά, χωρίς αναστολές ή ενοχή
- αιμοσταγής τύραννος / δολοφόνος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιμοσταγής
|