αιμοφόρο αγγείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιμοφόρο αγγείο τα αιμοφόρα αγγεία
      γενική του αιμοφόρου αγγείου των αιμοφόρων αγγείων
    αιτιατική το αιμοφόρο αγγείο τα αιμοφόρα αγγεία
     κλητική αιμοφόρο αγγείο αιμοφόρα αγγεία
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιμοφόρο αγγείο < αιμοφόρο + αγγείο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική blood vessel)

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

αιμοφόρο αγγείο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]